Aiguillon en grec

Traduction: aiguillon, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κίνητρο, σπρώχνω, καθοδηγώ, σπιρουνίζω, παρακινώ, κεντρίζω, αγκάθι, τσιμπώ, σπιρούνι, κεντρί, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Aiguillon en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): aiguillon

47190 aiguillon, aiguillon 35, aiguillon 47, aiguillon antonymes, aiguillon arcachon, aiguillon dictionnaire de langue grec, aiguillon en grec

Traductions

  • aiguiller en grec - διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
  • aiguillonner en grec - τρυπώ, ενθαρρύνω, έκφραση, προσκαλώ, τρέχω, βιασύνη, διεγείρω, ...
  • aiguisage en grec - ακόνισμα, ακονισμα, όξυνση, όξυνσης, ακονίσματος
Mots aléatoires
Aiguillon en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κίνητρο, σπρώχνω, καθοδηγώ, σπιρουνίζω, παρακινώ, κεντρίζω, αγκάθι, τσιμπώ, σπιρούνι, κεντρί, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα