Alignée en grec
Traduction: alignée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κωπηλατώ, βαθμός, φάσμα, διαδοχή, παρατάσσω, διακυμαίνομαι, ρυτίδα, σειρά, γραμμή, καβγάς, βαθμολογώ, εμβέλεια, βαθμίδα, επενδύω, κατατάσσω, ευθυγραμμισμένος, Αδεσμεύτων, στοίχιση, ευθυγραμμισμένα, ευθυγραμμισμένες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): alignée
aligner définition, aligner traduction anglais, alignée antonymes, alignée grammaire, alignée mots croisés, alignée dictionnaire de langue grec, alignée en grec
Traductions
- alignèrent en grec - παρατάσσονται, παραταχθεί, που παρατάσσονται, παρατάσσονται για, ευθυγραμμισμένο
- aligné en grec - ευθυγραμμισμένος, Αδεσμεύτων, στοίχιση, ευθυγραμμισμένα, ευθυγραμμισμένες
- alignées en grec - ευθυγραμμισμένος, Αδεσμεύτων, στοίχιση, ευθυγραμμισμένα, ευθυγραμμισμένες
- alignés en grec - ευθυγραμμισμένος, Αδεσμεύτων, στοίχιση, ευθυγραμμισμένα, ευθυγραμμισμένες
Mots aléatoires
Alignée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κωπηλατώ, βαθμός, φάσμα, διαδοχή, παρατάσσω, διακυμαίνομαι, ρυτίδα, σειρά, γραμμή, καβγάς, βαθμολογώ, εμβέλεια, βαθμίδα, επενδύω, κατατάσσω, ευθυγραμμισμένος, Αδεσμεύτων, στοίχιση, ευθυγραμμισμένα, ευθυγραμμισμένες
Traductions: κωπηλατώ, βαθμός, φάσμα, διαδοχή, παρατάσσω, διακυμαίνομαι, ρυτίδα, σειρά, γραμμή, καβγάς, βαθμολογώ, εμβέλεια, βαθμίδα, επενδύω, κατατάσσω, ευθυγραμμισμένος, Αδεσμεύτων, στοίχιση, ευθυγραμμισμένα, ευθυγραμμισμένες