Allongement en grec
Traduction: allongement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναστολή, έκταση, ανάρτηση, επιμήκυνση, προέκταση, συνέχεια, ανανέωση, ανακοπή, εναιώρημα, επέκταση, καθυστέρηση, επιμήκυνσης, επιμηκύνσεως, την επιμήκυνση, η επιμήκυνση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): allongement
allongement aile, allongement antonymes, allongement de la durée de vie, allongement des jambes, allongement des jours, allongement dictionnaire de langue grec, allongement en grec
Traductions
- allongeai en grec - τεντωμένο, τεντώνεται, τεντωθεί, τεντωμένα, τεντώνονται
- allongeant en grec - επιμήκυνση, επιμήκυνσης, παράταση, την επιμήκυνση, επιμήκυνσή
- allongent en grec - επιμηκύνω, επιμηκύνει, επιμηκύνουν, να επιμηκύνει, μακρύνει
- allongeons en grec - επιμηκύνω, επιμηκύνει, επιμηκύνουν, να επιμηκύνει, μακρύνει
Mots aléatoires
Allongement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναστολή, έκταση, ανάρτηση, επιμήκυνση, προέκταση, συνέχεια, ανανέωση, ανακοπή, εναιώρημα, επέκταση, καθυστέρηση, επιμήκυνσης, επιμηκύνσεως, την επιμήκυνση, η επιμήκυνση
Traductions: αναστολή, έκταση, ανάρτηση, επιμήκυνση, προέκταση, συνέχεια, ανανέωση, ανακοπή, εναιώρημα, επέκταση, καθυστέρηση, επιμήκυνσης, επιμηκύνσεως, την επιμήκυνση, η επιμήκυνση