Amortir en grec
Traduction: amortir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανακουφίζω, υποτάσσω, κοπάζω, ασπίδα, κατευνάζω, ελαφρύνω, μειώνω, αμβλύνω, μαλακώνω, αραιώνω, μαξιλάρι, μαξιλαριού, μαξιλαράκι, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): amortir
amortir antonymes, amortir conjugaison, amortir dette, amortir définition, amortir en anglais, amortir dictionnaire de langue grec, amortir en grec
Traductions
- amortie en grec - αποσβένεται, αποσβένονται, αποσβεστεί, αποσβέννυνται, αποσβεσμένο
- amorties en grec - αποσβένεται, αποσβένονται, αποσβεστεί, αποσβέννυνται, αποσβεσμένο
- amortirent en grec - deadened, νεκρώνεται, νεκρώσει, απονεκρώνει, νεκρωθεί
- amortis en grec - αποσβένεται, αποσβένονται, αποσβεστεί, αποσβέννυνται, αποσβεσμένο
Mots aléatoires
Amortir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανακουφίζω, υποτάσσω, κοπάζω, ασπίδα, κατευνάζω, ελαφρύνω, μειώνω, αμβλύνω, μαλακώνω, αραιώνω, μαξιλάρι, μαξιλαριού, μαξιλαράκι, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του
Traductions: ανακουφίζω, υποτάσσω, κοπάζω, ασπίδα, κατευνάζω, ελαφρύνω, μειώνω, αμβλύνω, μαλακώνω, αραιώνω, μαξιλάρι, μαξιλαριού, μαξιλαράκι, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του