Amusette en grec
Traduction: amusette, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ξεφαντώνω, ευθυμία, πλάκα, ψυχαγωγία, παρέκβαση, ενασχόληση, παρεκτροπή, αναψυχή, χόμπι, τρέλες, παιχνίδι, διασκέδαση, απασχόληση, κέφι
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): amusette
amusette abeille, amusette antonymes, amusette asbl, amusette dictionnaire, amusette définition, amusette dictionnaire de langue grec, amusette en grec
Traductions
- amusent en grec - ψυχαγωγώ, διασκεδάζω, διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
- amuser en grec - πραγματάκι, φιλοξενώ, παρεκτρέπω, διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, διασκεδάζουν, Amuse, ...
- amusez en grec - διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
- amusons en grec - ψυχαγωγώ, διασκεδάζω, να διασκεδάσουν, διασκεδάστε, έχει τη διασκέδαση, διασκέδαση, να διασκεδάσετε
Mots aléatoires
Amusette en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ξεφαντώνω, ευθυμία, πλάκα, ψυχαγωγία, παρέκβαση, ενασχόληση, παρεκτροπή, αναψυχή, χόμπι, τρέλες, παιχνίδι, διασκέδαση, απασχόληση, κέφι
Traductions: ξεφαντώνω, ευθυμία, πλάκα, ψυχαγωγία, παρέκβαση, ενασχόληση, παρεκτροπή, αναψυχή, χόμπι, τρέλες, παιχνίδι, διασκέδαση, απασχόληση, κέφι