Ancien en grec
Traduction: ancien, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μπαγιάτικος, παλαιός, πρωτόγονος, ηλικίας, παρελθόν, γέρος, γέρικος, ηλικιωμένος, πρώην, εφάπαξ, κάποτε, περασμένος, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ancien
ancien antonymes, ancien combattant, ancien facebook, ancien franc, ancien français, ancien dictionnaire de langue grec, ancien en grec
Traductions
- anche en grec - καλάμι, Reed, καλάμια, καλαμιού, καλαμιών
- anchois en grec - γαύρος, γαύρου, γαύρο, τον γαύρο, το γαύρο
- ancienne en grec - πρώην, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
- anciennement en grec - εφάπαξ, κάποτε, άλλοτε, προηγουμένως, πρώην, παρελθόν, παλαιότερα, ...
Mots aléatoires
Ancien en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μπαγιάτικος, παλαιός, πρωτόγονος, ηλικίας, παρελθόν, γέρος, γέρικος, ηλικιωμένος, πρώην, εφάπαξ, κάποτε, περασμένος, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Traductions: μπαγιάτικος, παλαιός, πρωτόγονος, ηλικίας, παρελθόν, γέρος, γέρικος, ηλικιωμένος, πρώην, εφάπαξ, κάποτε, περασμένος, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη