Appareillage en grec
Traduction: appareillage, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εξοπλισμός, προσαρμόζω, ταχύτητα, αντιμετωπίζω, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): appareillage
appareillage antonymes, appareillage arnould, appareillage auditif, appareillage celiane, appareillage electrique, appareillage dictionnaire de langue grec, appareillage en grec
Traductions
- apparaître en grec - εγείρομαι, προκύπτω, εμφανίζομαι, εκτελώ, αναδύομαι, φαίνομαι, αποδίδω, ...
- appareil en grec - επίπλωση, άνεση, εγκατάσταση, ίδρυση, πρόσφορος, συσκευή, τέχνασμα, ...
- appareiller en grec - ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, συσσωμάτωμα, ζευγαρώνω, ζευγάρι, ζεύγος, ...
- apparemment en grec - φαινομενικά, πιθανά, μάλλον, πιθανόν, προφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, ...
Mots aléatoires
Appareillage en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εξοπλισμός, προσαρμόζω, ταχύτητα, αντιμετωπίζω, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Traductions: εξοπλισμός, προσαρμόζω, ταχύτητα, αντιμετωπίζω, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού