Apparent en grec
Traduction: apparent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κάμπος, σκέτος, περίβλεπτος, κατηγορηματικός, δήθεν, προφανής, φαινομενικός, αξιοσημείωτος, περίοπτος, φανερός, εναργής, έκδηλος, σαφής, ρητός, ορατός, σκέτο, φαινόμενος, προφανές, εμφανή, εμφανής, προφανή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): apparent
apparent antonymes, apparent authority, apparent authority definition, apparent deadlock creating emergency threads for unassigned pending tasks, apparent density, apparent dictionnaire de langue grec, apparent en grec
Traductions
- apparemment en grec - φαινομενικά, πιθανά, μάλλον, πιθανόν, προφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, ...
- apparence en grec - πιθανότητα, κράση, παρουσίαση, ευκαιρία, συγκυρία, βλέμμα, χροιά, ...
- apparenta en grec - συγγενής, παρόμοια, μοιάζει, παρόμοιο, προσομοιάζει
- apparentage en grec - σχέση, συνάφεια, έλξη, αγχιστεία
Mots aléatoires
Apparent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κάμπος, σκέτος, περίβλεπτος, κατηγορηματικός, δήθεν, προφανής, φαινομενικός, αξιοσημείωτος, περίοπτος, φανερός, εναργής, έκδηλος, σαφής, ρητός, ορατός, σκέτο, φαινόμενος, προφανές, εμφανή, εμφανής, προφανή
Traductions: κάμπος, σκέτος, περίβλεπτος, κατηγορηματικός, δήθεν, προφανής, φαινομενικός, αξιοσημείωτος, περίοπτος, φανερός, εναργής, έκδηλος, σαφής, ρητός, ορατός, σκέτο, φαινόμενος, προφανές, εμφανή, εμφανής, προφανή