Apport en grec

Traduction: apport, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χορήγηση, πάσσαλος, συνεισφορά, μοιράζω, άρθρο, ενεργητικό, παροχή, προσχώνω, κλήρος, μοιράζομαι, συμβολή, παρέχω, επαναθέτω, κεφάλαιο, ίζημα, προμήθεια, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής
Apport en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): apport

apport antonymes, apport calorique, apport cession, apport en fer, apport en industrie, apport dictionnaire de langue grec, apport en grec

Traductions

  • appointée en grec - διορισθείς, διοριζόμενος, διορισμένος, διοριζόμενο, διορισθείς από
  • appointés en grec - έμμισθος, μισθωτός, μισθωτής, μισθωτοί, έμμισθης
  • apporta en grec - έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε
  • apportai en grec - έφερε, το έφερε, την έφερε, τον έφερε, έφεραν
Mots aléatoires
Apport en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χορήγηση, πάσσαλος, συνεισφορά, μοιράζω, άρθρο, ενεργητικό, παροχή, προσχώνω, κλήρος, μοιράζομαι, συμβολή, παρέχω, επαναθέτω, κεφάλαιο, ίζημα, προμήθεια, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής