Approuver en grec
Traduction: approuver, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παραλαμβάνω, επικυρώνω, έκφραση, βεβαιώνω, εγκρίνω, συγκατάθεση, αφήνω, οπισθογραφώ, λαμβάνω, όψη, επιδοκιμάζω, επιτρέπω, διαβεβαιώνω, αναγνωρίζω, επιβεβαιώνω, ανέχομαι, υπογράφει, υπογραφή, υπογράφουν, υπογράφουν τους, υπογράψει το κλείσιμο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): approuver
approuver antonyme, approuver antonymes, approuver conjugaison, approuver contraire, approuver en anglais, approuver dictionnaire de langue grec, approuver en grec
Traductions
- approuve en grec - εγκρίνει, επικροτεί, εγκρίνει την, επιδοκιμάζει, συμφωνεί
- approuvent en grec - επιδοκιμάζω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
- approuvez en grec - εγκρίνω, επιδοκιμάζω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
- approuvons en grec - επιδοκιμάζω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Mots aléatoires
Approuver en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παραλαμβάνω, επικυρώνω, έκφραση, βεβαιώνω, εγκρίνω, συγκατάθεση, αφήνω, οπισθογραφώ, λαμβάνω, όψη, επιδοκιμάζω, επιτρέπω, διαβεβαιώνω, αναγνωρίζω, επιβεβαιώνω, ανέχομαι, υπογράφει, υπογραφή, υπογράφουν, υπογράφουν τους, υπογράψει το κλείσιμο
Traductions: παραλαμβάνω, επικυρώνω, έκφραση, βεβαιώνω, εγκρίνω, συγκατάθεση, αφήνω, οπισθογραφώ, λαμβάνω, όψη, επιδοκιμάζω, επιτρέπω, διαβεβαιώνω, αναγνωρίζω, επιβεβαιώνω, ανέχομαι, υπογράφει, υπογραφή, υπογράφουν, υπογράφουν τους, υπογράψει το κλείσιμο