Arboré en grec
Traduction: arboré, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χαρακτηριστικά, λειτουργίες, τα χαρακτηριστικά, δυνατότητες, χαρακτηριστικών
Autres langues
Mots associés / Définition (def): arboré
arbore antonymes, arbore def, arbore et sens, arbore et sens diffusion, arbore genealogic, arboré dictionnaire de langue grec, arboré en grec
Traductions
- arborant en grec - ανύψωση, κουραστικός, φορώντας, φοράει, φορούν, φορούσε
- arborent en grec - σηκώνω, υψώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, χαρακτηριστικό, λειτουργία, δυνατότητα, ...
- arborer en grec - ανεγείρω, ορθώνω, φορώ, αναστηλώνω, αθλητισμός, άθλημα, σπορ, ...
Mots aléatoires
Arboré en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χαρακτηριστικά, λειτουργίες, τα χαρακτηριστικά, δυνατότητες, χαρακτηριστικών
Traductions: χαρακτηριστικά, λειτουργίες, τα χαρακτηριστικά, δυνατότητες, χαρακτηριστικών