Arrosés en grec
Traduction: arrosés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ποτίζονται, ποτίζεται, ποτίστηκαν, αποδυναμωθεί, ποτιστεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): arrosés
arrosés antonymes, arrosés grammaire, arrosés mots croisés, arrosés signification, arrosés synonyme, arrosés dictionnaire de langue grec, arrosés en grec
Traductions
- arrosée en grec - ποτίζονται, ποτίζεται, ποτίστηκαν, αποδυναμωθεί, ποτιστεί
- arrosées en grec - ποτίζονται, ποτίζεται, ποτίστηκαν, αποδυναμωθεί, ποτιστεί
- arrêt en grec - παγώνω, κρουσταλλιάζω, καταψύχω, κράτηση, απόφαση, παρακράτηση, εμπόδιο, ...
- arrêta en grec - σταμάτησε, σταμάτησαν, σταματήσει, διακόπτεται, διακοπεί
Mots aléatoires
Arrosés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ποτίζονται, ποτίζεται, ποτίστηκαν, αποδυναμωθεί, ποτιστεί
Traductions: ποτίζονται, ποτίζεται, ποτίστηκαν, αποδυναμωθεί, ποτιστεί