Assembler en grec
Traduction: assembler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δεσμεύω, συναθροίζω, γραβάτα, αγέλη, βιβλιοδετώ, ενοποιώ, κόμβος, συνδέω, κοπάδι, συσσωρεύω, συναρμολογώ, συρρέω, συγκαλώ, συσσωμάτωμα, φιόγκος, αποθησαυρίζω, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): assembler
assembler 2 pdf, assembler antonymes, assembler des fichiers pdf, assembler des pdf, assembler des photos, assembler dictionnaire de langue grec, assembler en grec
Traductions
- assemble en grec - συναρμολογεί, συγκεντρώνει, συγκροτείται, συναρμολογείται, τα συναρμολογεί
- assemblent en grec - συναθροίζω, συναρμολογώ, μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
- assembleur en grec - συναρμολόγησης, συναρμολογητή, assembler, επιχείρηση συναρμολόγησης, συναρμολογητής
- assemblez en grec - συναρμολογώ, συναθροίζω, Συγκεντρώστε, Συναρμολογήστε, Συναρμολόγηση, Συγκέντρωση, συγκεντρώσει
Mots aléatoires
Assembler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δεσμεύω, συναθροίζω, γραβάτα, αγέλη, βιβλιοδετώ, ενοποιώ, κόμβος, συνδέω, κοπάδι, συσσωρεύω, συναρμολογώ, συρρέω, συγκαλώ, συσσωμάτωμα, φιόγκος, αποθησαυρίζω, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν
Traductions: δεσμεύω, συναθροίζω, γραβάτα, αγέλη, βιβλιοδετώ, ενοποιώ, κόμβος, συνδέω, κοπάδι, συσσωρεύω, συναρμολογώ, συρρέω, συγκαλώ, συσσωμάτωμα, φιόγκος, αποθησαυρίζω, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν