Asticot en grec
Traduction: asticot, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ιδιοτροπία, της Κάμπης της, κάμπης μύγας της, κάμπη μύγας της, της κάμπης
Autres langues
Mots associés / Définition (def): asticot
asticot antonymes, asticot blanc, asticot dans la bouche, asticot dans le nez, asticot de mouche, asticot dictionnaire de langue grec, asticot en grec
Traductions
- asthme en grec - άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος
- asthénie en grec - ατονία, εξασθένιση, εξασθένηση, αδυναμία, ασθένεια, εξασθενήσεως
- asticoter en grec - μελαγχολώ, σβάρνα, αποπαίρνω, πειράζω, ταράσσομαι, παρενοχλώ, ενοχλώ, ...
- astigmate en grec - αστιγματικός, αστιγματική, αστιγματικοί, αστιγματικού, αστιγματικές
Mots aléatoires
Asticot en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ιδιοτροπία, της Κάμπης της, κάμπης μύγας της, κάμπη μύγας της, της κάμπης
Traductions: ιδιοτροπία, της Κάμπης της, κάμπης μύγας της, κάμπη μύγας της, της κάμπης