Astucieux en grec
Traduction: astucieux, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μυτερός, αιφνίδιος, ύπουλος, έξυπνος, κακόβουλος, τετραπέρατος, μουσίτσα, πονηρός, παραπλανητικός, πνευματώδης, αψίδα, σπιρτόζος, απατηλός, επίβουλος, διορατικός, πανουργία, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): astucieux
astucieux antonymes, astucieux contraire, astucieux de kerlabour, astucieux de prade, astucieux dofus, astucieux dictionnaire de langue grec, astucieux en grec
Traductions
- astuce en grec - τέχνασμα, δολοπλοκία, πονηριά, καπάτσος, πονηρός, πανουργία, τέχνη, ...
- astucieusement en grec - έξυπνα, πονηρά, με πανουργία, πανουργία, craftily, εντέχνως
- asturies en grec - Αστούριας, Asturias, Αστουριών, Αστουρία, Αστούρια
- astérisque en grec - αστερίσκος, αστέρι, πρωταγωνιστής, αστερίσκο, τον αστερίσκο, αστερίσκου, αστεράκι
Mots aléatoires
Astucieux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μυτερός, αιφνίδιος, ύπουλος, έξυπνος, κακόβουλος, τετραπέρατος, μουσίτσα, πονηρός, παραπλανητικός, πνευματώδης, αψίδα, σπιρτόζος, απατηλός, επίβουλος, διορατικός, πανουργία, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Traductions: μυτερός, αιφνίδιος, ύπουλος, έξυπνος, κακόβουλος, τετραπέρατος, μουσίτσα, πονηρός, παραπλανητικός, πνευματώδης, αψίδα, σπιρτόζος, απατηλός, επίβουλος, διορατικός, πανουργία, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα