Atelier en grec
Traduction: atelier, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προδίδω, μαγαζί, ψωνίζω, φυτό, εργοστάσιο, φυτεύω, ατελιέ, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): atelier
atelier 13, atelier antonymes, atelier bois, atelier conta, atelier couture, atelier dictionnaire de langue grec, atelier en grec
Traductions
- atavique en grec - αταβιστικός, αταβιστική, αταβιστικό, αταβιστικές, αταβιστικών
- atavisme en grec - αταβισμός, προγονισμός, προγονικότητα, προγονικότης
- atermoiements en grec - αναβολή, αναβλητικότητα, την αναβλητικότητα, αναβλητικότητας, η αναβλητικότητα
- atermoyer en grec - αναβάλλω, κρεμώ, αναστολή, παρατείνω, αναστέλλω, χρονοτριβούν, χρονοτριβεί, ...
Mots aléatoires
Atelier en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προδίδω, μαγαζί, ψωνίζω, φυτό, εργοστάσιο, φυτεύω, ατελιέ, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου
Traductions: προδίδω, μαγαζί, ψωνίζω, φυτό, εργοστάσιο, φυτεύω, ατελιέ, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου