Attachement en grec
Traduction: attachement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στοργή, τρυφερότητα, αφοσίωση, αφιέρωση, ευσέβεια, ευλάβεια, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): attachement
amour attachement, attachement amoureux, attachement anglais, attachement antonymes, attachement bowlby, attachement dictionnaire de langue grec, attachement en grec
Traductions
- attachant en grec - ενδιαφέρων, ελκυστικό, ελκυστική, ελκυστικά, έκκληση, προσφυγής
- attache en grec - κορδόνι, γραβάτα, καδένα, στερέωση, συσφίγγω, πόρπη, κύριος, ...
- attachent en grec - συνδέω, επισυνάπτω, αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε
- attacher en grec - ασφαλής, ψαλιδίζω, άγκυρα, γόμφος, εδραιώνω, πόρπη, διηγούμαι, ...
Mots aléatoires
Attachement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στοργή, τρυφερότητα, αφοσίωση, αφιέρωση, ευσέβεια, ευλάβεια, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
Traductions: στοργή, τρυφερότητα, αφοσίωση, αφιέρωση, ευσέβεια, ευλάβεια, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση