Attaque en grec
Traduction: attaque, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εχθρότητα, μπήγω, προσπάθεια, προσβλητικός, παράβαση, επίδραση, αρχή, προσβολή, εγκεφαλικό, επιτίθεμαι, ορμή, προσπέλαση, χτύπημα, βιαιοπραγία, εισβολή, ώθηση, επίθεση, επίθεσης, ομάδα, προσβολής
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): attaque
attaque antonymes, attaque clash of clans, attaque ddos, attaque de chien, attaque de panique, attaque dictionnaire de langue grec, attaque en grec
Traductions
- attaquai en grec - επίθεση, επιτέθηκαν, επιτέθηκε, επιθέσεις, επιτεθεί
- attaquant en grec - εμπρός, μπρος, επιτιθέμενος, μπροστινός, εισβολέας, εισβολέα, επιτιθέμενο, ...
- attaquent en grec - επίθεση, επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
- attaquer en grec - απεργία, γέρνω, επηρεάζω, εισβάλλω, κατηγορία, παριστάνω, επίθεση, ...
Mots aléatoires
Attaque en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εχθρότητα, μπήγω, προσπάθεια, προσβλητικός, παράβαση, επίδραση, αρχή, προσβολή, εγκεφαλικό, επιτίθεμαι, ορμή, προσπέλαση, χτύπημα, βιαιοπραγία, εισβολή, ώθηση, επίθεση, επίθεσης, ομάδα, προσβολής
Traductions: εχθρότητα, μπήγω, προσπάθεια, προσβλητικός, παράβαση, επίδραση, αρχή, προσβολή, εγκεφαλικό, επιτίθεμαι, ορμή, προσπέλαση, χτύπημα, βιαιοπραγία, εισβολή, ώθηση, επίθεση, επίθεσης, ομάδα, προσβολής