Audibilité en grec
Traduction: audibilité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): audibilité
amabilité antonyme, amabilité synonyme, amabilité wikipédia, audibilité alarme incendie, audibilité antonymes, audibilité dictionnaire de langue grec, audibilité en grec
Traductions
- audacieusement en grec - θαρραλέα, γενναία, θρασύτητα, προκλητικά, θρασύτατα, παράτολμη, τόλμη η
- audacieux en grec - τόλμη, θαρραλέος, τόλμημα, τολμηρός, έντονος, γενναίος, τολμηρή, ...
- audible en grec - ηχητικό, ακουστική, ακουστικό, ηχητική, ηχητικά
- audience en grec - ακοή, ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
Mots aléatoires
Audibilité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα
Traductions: ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα