Autarcie en grec
Traduction: autarcie, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αυτονομία, αυτάρκεια, αυτάρκειας, της αυτάρκειας, την αυτάρκεια, η αυτάρκεια
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): autarcie
autarcie alimentaire, autarcie antonymes, autarcie black metal, autarcie corp, autarcie def, autarcie dictionnaire de langue grec, autarcie en grec
Traductions
- austérité en grec - αυστηρότητα, σκληρότητα, λιτότητα, λιτότητας, λιτότητας που
- autant en grec - τόσος, τέτοιος, πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος
- autarcique en grec - αυτάρκης, αυτάρκειας, αυταρχικό ούτως ειπείν, με αυταρχικό ούτως ειπείν
- autel en grec - βωμός, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
Mots aléatoires
Autarcie en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αυτονομία, αυτάρκεια, αυτάρκειας, της αυτάρκειας, την αυτάρκεια, η αυτάρκεια
Traductions: αυτονομία, αυτάρκεια, αυτάρκειας, της αυτάρκειας, την αυτάρκεια, η αυτάρκεια