Auteur en grec
Traduction: auteur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατασκευαστής, δράστης, πηγή, γεννήτρια, δημιουργός, συγγραφέας, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): auteur
auteur anglais, auteur anonyme, auteur antonymes, auteur au féminin, auteur compositeur, auteur dictionnaire de langue grec, auteur en grec
Traductions
- autarcique en grec - αυτάρκης, αυτάρκειας, αυταρχικό ούτως ειπείν, με αυταρχικό ούτως ειπείν
- autel en grec - βωμός, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
- authenticité en grec - πρωτοτυπία, γνησιότητα, αλήθεια, ειλικρίνεια, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, ...
- authentifier en grec - πιστοποιώ, επικυρώνω, μαρτυρώ, ταυτότητας, επικυρώνουν, επικύρωση, έλεγχος ταυτότητας, ...
Mots aléatoires
Auteur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατασκευαστής, δράστης, πηγή, γεννήτρια, δημιουργός, συγγραφέας, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
Traductions: κατασκευαστής, δράστης, πηγή, γεννήτρια, δημιουργός, συγγραφέας, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού