Authentifier en grec
Traduction: authentifier, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πιστοποιώ, επικυρώνω, μαρτυρώ, ταυτότητας, επικυρώνουν, επικύρωση, έλεγχος ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): authentifier
authentifier antonymes, authentifier compte paypal international, authentifier en anglais, authentifier grammaire, authentifier mots croisés, authentifier dictionnaire de langue grec, authentifier en grec
Traductions
- auteur en grec - κατασκευαστής, δράστης, πηγή, γεννήτρια, δημιουργός, συγγραφέας, συγγραφέα, ...
- authenticité en grec - πρωτοτυπία, γνησιότητα, αλήθεια, ειλικρίνεια, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, ...
- authentique en grec - αληθοφανής, σίγουρος, αληθής, αληθινός, αυθεντικός, εύσχημος, πραγματικός, ...
- auto en grec - αυτοκίνητο, μηχάνημα, κούρσα, Auto, αυτόματη, αυτοκινήτων, αυτόματης, ...
Mots aléatoires
Authentifier en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πιστοποιώ, επικυρώνω, μαρτυρώ, ταυτότητας, επικυρώνουν, επικύρωση, έλεγχος ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας
Traductions: πιστοποιώ, επικυρώνω, μαρτυρώ, ταυτότητας, επικυρώνουν, επικύρωση, έλεγχος ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας