Autonome en grec
Traduction: autonome, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανεξάρτητος, τσάμπα, αυτόνομος, αυτεξούσιος, δωρεάν, αδέσμευτος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): autonome
alarme autonome, assainissement, assainissement autonome, autonome 28, autonome 77, autonome dictionnaire de langue grec, autonome en grec
Traductions
- automédication en grec - αυτοθεραπείας, αυτοθεραπεία, την αυτοθεραπεία, η αυτοθεραπεία, αυτοφαρμακία
- automédon en grec - οδηγός, μαστίζω, μαστιγώνω, νικώ, Αυτομεδών, Ο Αυτομεδών, Αυτομεδών τα, ...
- autonomie en grec - αυτονομία, ελευθερία, ανεξαρτησία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
- autoportrait en grec - αυτοπροσωπογραφία, αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπορτρέτο
Mots aléatoires
Autonome en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανεξάρτητος, τσάμπα, αυτόνομος, αυτεξούσιος, δωρεάν, αδέσμευτος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Traductions: ανεξάρτητος, τσάμπα, αυτόνομος, αυτεξούσιος, δωρεάν, αδέσμευτος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο