Blessent en grec
Traduction: blessent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τραυλισμός, τραύμα, τραυματίζω, λαβώνω, ψεύδισμα, τραυματισμός, ψευδίζω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): blessent
blessant definition, blessant synonyme, blessent antonymes, blessent castellamonte, blessent daniela, blessent dictionnaire de langue grec, blessent en grec
Traductions
- blessant en grec - υβριστικός, δηκτικός, προσβλητικός, καταχρηστικός, τραυματισμός, τραυματισμό, τον τραυματισμό, ...
- blesse en grec - πονάει, βλάπτει, πλήττει, πληγώνει, πονά
- blesser en grec - προσβάλλω, δυσαρεστώ, εγκοπή, κόβω, πληγώνω, πονώ, χτυπώ, ...
- blessez en grec - τραύμα, τραυματισμός, τραυματίζω, λαβώνω, Hurt, Χαρτ, κακό, ...
Mots aléatoires
Blessent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τραυλισμός, τραύμα, τραυματίζω, λαβώνω, ψεύδισμα, τραυματισμός, ψευδίζω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
Traductions: τραυλισμός, τραύμα, τραυματίζω, λαβώνω, ψεύδισμα, τραυματισμός, ψευδίζω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν