Bouchon en grec
Traduction: bouchon, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παρακώλυση, κορυφή, γόμφος, στένωση, βύσμα, τραγιάσκα, πρίζα, σκούφος, θήκη, φελλός, φελλό, φελλού, από φελλό, του φελλού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): bouchon
bouchon anti bruit, bouchon antonymes, bouchon d'amour, bouchon d'oreille, bouchon dans l'oreille, bouchon dictionnaire de langue grec, bouchon en grec
Traductions
- boucherie en grec - μακελειό, σφαγείο, πελεκώ, σφαγή, Κρεοπωλεία, κρεοπωλείο, κρεοπωλείου, ...
- bouchez en grec - εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν
- bouchonné en grec - corked, βουλώνουν, βουλωμένου, πωματισμένων με φελλόν, του βουλωμένου
- bouchons en grec - καλύμματα, καπάκια, πώματα, caps, ανώτατα όρια
Mots aléatoires
Bouchon en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παρακώλυση, κορυφή, γόμφος, στένωση, βύσμα, τραγιάσκα, πρίζα, σκούφος, θήκη, φελλός, φελλό, φελλού, από φελλό, του φελλού
Traductions: παρακώλυση, κορυφή, γόμφος, στένωση, βύσμα, τραγιάσκα, πρίζα, σκούφος, θήκη, φελλός, φελλό, φελλού, από φελλό, του φελλού