Bouleversée en grec
Traduction: bouleversée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναστατώνω, ταραγμένος, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): bouleversée
bouleverser def, bouleverser en espagnol, bouleversée antonymes, bouleversée citation, bouleversée dictionnaire, bouleversée dictionnaire de langue grec, bouleversée en grec
Traductions
- bouleversèrent en grec - ταραγμένος, αναστατώνω, συγκλονίζεται, συνταράξει, συντάραξαν, συγκλόνισε, συντάραξε
- bouleversé en grec - αναστατώνω, ταραγμένος, χτυπημένο, ανακινήθηκε, ανακινείται, αναταράσσεται, αναταράχθηκε
- bouleversées en grec - αναστατώνω, ταραγμένος, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
- bouleversés en grec - αναστατώνω, ταραγμένος, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Mots aléatoires
Bouleversée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναστατώνω, ταραγμένος, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Traductions: αναστατώνω, ταραγμένος, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές