Briqueterie en grec
Traduction: briqueterie, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τοιχοποιίες, Πλινθοκεραμοποιίας, εργοστασίων, εργοστάσια παραγωγής, Οπτοπλινθοποιεία
Autres langues
Mots associés / Définition (def): briqueterie
briqueterie amiens, briqueterie antonymes, briqueterie bouisset, briqueterie chimot, briqueterie dewulf, briqueterie dictionnaire de langue grec, briqueterie en grec
Traductions
- brique en grec - τούβλο, τούβλα, από τούβλα, τούβλου, μωσαϊκού
- briquet en grec - φωτερός, ανάβω, ξανθός, φωτίζω, μαούνα, αναπτήρας, αναπτήρα, ...
- briquette en grec - ανθρακόπλινθος, μπρικέττα, πλίνθοι, πλίνθου, μπρικέτας
- bris en grec - σπάσιμο, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, διχοτομία, θλάση, σπάζω, ...
Mots aléatoires
Briqueterie en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τοιχοποιίες, Πλινθοκεραμοποιίας, εργοστασίων, εργοστάσια παραγωγής, Οπτοπλινθοποιεία
Traductions: τοιχοποιίες, Πλινθοκεραμοποιίας, εργοστασίων, εργοστάσια παραγωγής, Οπτοπλινθοποιεία