Brute en grec
Traduction: brute, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σκληρός, νταής, ταραχώδης, ζώο, δύσκολος, θρασύδειλος, κτήνος, σκληροτράχηλος, πλάσμα, κτηνώδης, ωμής, ωμή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): brute
bon brute truand, brute antonymes, brute de pomme, brute force, brute force attack, brute dictionnaire de langue grec, brute en grec
Traductions
- brutalisés en grec - κακοποιούνται, κακοποιήθηκε, κακομεταχειριστεί, βαρβαρότητα προς
- brutalité en grec - κτηνωδία, βαρβαρότητα, βιαιότητα, βαναυσότητα, βαρβαρότητας
- bruxelles en grec - Βρυξέλλες, Βρυξελλών, των Βρυξελλών, στις βρυξέλλες, brussels
- bruyamment en grec - δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, δυνατούς
Mots aléatoires
Brute en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σκληρός, νταής, ταραχώδης, ζώο, δύσκολος, θρασύδειλος, κτήνος, σκληροτράχηλος, πλάσμα, κτηνώδης, ωμής, ωμή
Traductions: σκληρός, νταής, ταραχώδης, ζώο, δύσκολος, θρασύδειλος, κτήνος, σκληροτράχηλος, πλάσμα, κτηνώδης, ωμής, ωμή