Cérébral en grec
Traduction: cérébral, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ψυχικός, πνευματικός, εγκεφαλικός, εγκεφαλική, εγκεφαλικής, εγκεφαλικό, εγκεφαλικού
Autres langues
Mots associés / Définition (def): cérébral
accident cérébral, accident vasculaire cérébral, anévrisme, anévrisme cérébral, avc, cérébral dictionnaire de langue grec, cérébral en grec
Traductions
- céréale en grec - δημητριακό, σιτηρών, δημητριακών, δημητριακά, των σιτηρών
- céréales en grec - δημητριακό, δημητριακά, κόκκος, σπυρί, σιτηρά, σιτηρών, τα σιτηρά, ...
- cérémonial en grec - τελετή, εθιμοτυπία, εθιμοτυπικός, τελετουργικός, τελετουργική, τελετουργικά
- cérémonie en grec - τυπικότητα, εθιμοτυπία, τελετουργικός, ευωχούμαι, δελτίο, συμπόσιο, μορφή, ...
Mots aléatoires
Cérébral en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ψυχικός, πνευματικός, εγκεφαλικός, εγκεφαλική, εγκεφαλικής, εγκεφαλικό, εγκεφαλικού
Traductions: ψυχικός, πνευματικός, εγκεφαλικός, εγκεφαλική, εγκεφαλικής, εγκεφαλικό, εγκεφαλικού