Calquent en grec
Traduction: calquent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφω, μίμος, μιμούνται, μιμητικό, μιμικό, μιμητικού
Autres langues
Mots associés / Définition (def): calquent
calquent antonymes, calquent grammaire, calquent mots croisés, calquent signification, calquent synonyme, calquent dictionnaire de langue grec, calquent en grec
Traductions
- calquant en grec - αντιγραφή, Μίμηση, που θυμίζουν, θυμίζουν, που μοιάζουν, μοιάζουν με
- calque en grec - εμπριμέ, αντίγραφο, τυπώνω, αντιγράφω, αντίτυπο, στρώμα, στιβάδα, ...
- calquer en grec - αντίγραφο, μιμούμαι, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, υπόλειμμα, παραβγαίνω, αντιγράφω, ...
- calquez en grec - αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγράφω
Mots aléatoires
Calquent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφω, μίμος, μιμούνται, μιμητικό, μιμικό, μιμητικού
Traductions: αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφω, μίμος, μιμούνται, μιμητικό, μιμικό, μιμητικού