Capitalisation en grec
Traduction: capitalisation, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κεφαλαιοποίηση, κεφαλοποίηση, κεφαλαιοποίησης, χρηματιστηριακή, την κεφαλαιοποίηση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): capitalisation
bon capitalisation, capitalisation antonymes, capitalisation apple, capitalisation boursiere, capitalisation boursière, capitalisation dictionnaire de langue grec, capitalisation en grec
Traductions
- capitalisant en grec - κεφαλαιοποίηση, κεφαλαιοποιώντας, αξιοποιώντας, την κεφαλαιοποίηση, την αξιοποίηση
- capitalise en grec - κεφαλαιοποιεί, αξιοποιεί, σύμφυτο, κεφαλαίο, σε κεφαλαίο
- capitalisent en grec - κεφαλαιοποιώ, κεφαλαιοποιήσει, κεφαλαιοποιήσουν, κεφαλαιοποιεί, επωφεληθούμε, αξιοποιήσει
Mots aléatoires
Capitalisation en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κεφαλαιοποίηση, κεφαλοποίηση, κεφαλαιοποίησης, χρηματιστηριακή, την κεφαλαιοποίηση
Traductions: κεφαλαιοποίηση, κεφαλοποίηση, κεφαλαιοποίησης, χρηματιστηριακή, την κεφαλαιοποίηση