Carat en grec
Traduction: carat, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού
Autres langues
Mots associés / Définition (def): carat
1 carat, 200 milligrams, 24 carat, carat antonymes, carat automobile, carat dictionnaire de langue grec, carat en grec
Traductions
- caraméliser en grec - καραμελώσουν, καραμελλοποιούνται, καραμελώστε, καραμελοποιούν, καραμελώνουν
- carapace en grec - κρούστα, οβίδα, καβούκι, καύκαλο, κόρα, κέλυφος, κοχύλι, ...
- caravane en grec - τρένο, εκπαιδεύω, νταλίκα, αμαξοστοιχία, τροχόσπιτο, τροχόσπιτου, καραβάνι, ...
- caravaning en grec - τροχόσπιτα, τα τροχόσπιτα, κάμπινγκ για τροχόσπιτα, για τα τροχόσπιτα
Mots aléatoires
Carat en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού
Traductions: καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού