Carrelé en grec
Traduction: carrelé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
Δάπεδο, πλακάκια, Δάπεδο με πλακάκια, Δάπεδο με, πλακάκια στο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): carrelé
carreau définition, carreler sur du bois, carreler sur du carrelage, carreler sur du parquet, carreler synonyme, carrelé dictionnaire de langue grec, carrelé en grec
Traductions
- carreler en grec - κεραμίδι, λιθοστρώνω, πλακάκι, πλακιδίων, κεραμιδιών, πλακίδιο
- carrelet en grec - γλώσσα, ευρωπαϊκής χωματίδας, χωματίδας, ευρωπαϊκή χωματίδα, χωματίδα
- carriole en grec - τύμβος, αραμπάς, κουβαλώ, χειράμαξα, βαγόνι, άμαξα, μεταφορά, ...
- carrière en grec - επιτήδευμα, σκάμμα, πλεύση, καριέρα, λάκκος, πιάτο, νταμάρι, ...
Mots aléatoires
Carrelé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: Δάπεδο, πλακάκια, Δάπεδο με πλακάκια, Δάπεδο με, πλακάκια στο
Traductions: Δάπεδο, πλακάκια, Δάπεδο με πλακάκια, Δάπεδο με, πλακάκια στο