Casuistique en grec
Traduction: casuistique, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σοφιστική ηθικολογία, περιπτωσιολογία, η περιπτωσιολογία, οφείλεται στη λεπτολογία, που οφείλεται στη λεπτολογία
Autres langues
Mots associés / Définition (def): casuistique
casuistique 4 p, casuistique antonymes, casuistique cas par cas, casuistique cnrtl, casuistique droit définition, casuistique dictionnaire de langue grec, casuistique en grec
Traductions
- castrer en grec - μουνουχίζω, εκτέμνω, ευνουχιστικά, ευνουχισμού, ευνουχισμένα
- casuel en grec - perquisites
- caséine en grec - καζεΐνη, καζεΐνης, καζεϊνη, καζεϊνης, καζείνης
- cataclysme en grec - πανωλεθρία, κατακλυσμός, κατακλυσμό, κατακλυσμού, ο κατακλυσμός
Mots aléatoires
Casuistique en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σοφιστική ηθικολογία, περιπτωσιολογία, η περιπτωσιολογία, οφείλεται στη λεπτολογία, που οφείλεται στη λεπτολογία
Traductions: σοφιστική ηθικολογία, περιπτωσιολογία, η περιπτωσιολογία, οφείλεται στη λεπτολογία, που οφείλεται στη λεπτολογία