Causés en grec
Traduction: causés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
Autres langues
Mots associés / Définition (def): causés
causer définition, causer en anglais, causer synonyme, causés antonymes, causés grammaire, causés dictionnaire de langue grec, causés en grec
Traductions
- causée en grec - προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
- causées en grec - προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
- cauteleux en grec - πανούργος, τετραπέρατος, μουσίτσα, μάγκας, πανούργο, πονηρή, πανούργοι
- caution en grec - εγγυώμαι, επαναθέτω, εγγυητής, εχέγγυο, ασφάλεια, συγκολλώ, δεσμός, ...
Mots aléatoires
Causés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
Traductions: προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε