Causalité en grec
Traduction: causalité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): causalité
causalité adéquate, causalité alternative, causalité alternative définition, causalité antonymes, causalité circulaire, causalité dictionnaire de langue grec, causalité en grec
Traductions
- causai en grec - συνδιαλεγόμενα, κουβεντιάζαμε, συνομίλησε, συζήτησε, συνομίλησαν
- causal en grec - αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
- causant en grec - προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
- cause en grec - περιστατικό, επιτόκιο, βαλίτσα, ενδιαφέρον, στίγμα, νοιάζομαι, υπόθεση, ...
Mots aléatoires
Causalité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
Traductions: αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα