Cauteleux en grec
Traduction: cauteleux, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πανούργος, τετραπέρατος, μουσίτσα, μάγκας, πανούργο, πονηρή, πανούργοι
Autres langues
Mots associés / Définition (def): cauteleux
air cauteleux, cauteleux antonyme, cauteleux antonymes, cauteleux définition, cauteleux définition synonymes, cauteleux dictionnaire de langue grec, cauteleux en grec
Traductions
- causées en grec - προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
- causés en grec - προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
- caution en grec - εγγυώμαι, επαναθέτω, εγγυητής, εχέγγυο, ασφάλεια, συγκολλώ, δεσμός, ...
- cautionnement en grec - εγγύηση, προσχώνω, εγγυώμαι, αντίκρισμα, ίζημα, επαναθέτω, εχέγγυο, ...
Mots aléatoires
Cauteleux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πανούργος, τετραπέρατος, μουσίτσα, μάγκας, πανούργο, πονηρή, πανούργοι
Traductions: πανούργος, τετραπέρατος, μουσίτσα, μάγκας, πανούργο, πονηρή, πανούργοι