Censurer en grec
Traduction: censurer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατακρίνω, λογοκρίνω, αποπαίρνω, ονειδίζω, βρίζω, μέμφομαι, ψέγω, αποδοκιμάζω, λογοκριτής, επικρίνω, μέμψη, επιτιμώ, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): censurer
censure en anglais, censure en espagnol, censure internet, censurer antonymes, censurer conjugaison, censurer dictionnaire de langue grec, censurer en grec
Traductions
- censure en grec - μέμψη, κατακρίνω, ψέγω, λογοκρισία, λογοκρισίας, τη λογοκρισία, η λογοκρισία, ...
- censurent en grec - λογοκριτής, λογοκρίνω, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
- censurez en grec - λογοκρίνω, λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
- censurons en grec - λογοκρίνω, λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Mots aléatoires
Censurer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατακρίνω, λογοκρίνω, αποπαίρνω, ονειδίζω, βρίζω, μέμφομαι, ψέγω, αποδοκιμάζω, λογοκριτής, επικρίνω, μέμψη, επιτιμώ, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Traductions: κατακρίνω, λογοκρίνω, αποπαίρνω, ονειδίζω, βρίζω, μέμφομαι, ψέγω, αποδοκιμάζω, λογοκριτής, επικρίνω, μέμψη, επιτιμώ, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν