Chétif en grec
Traduction: chétif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εννοώ, αμυδρός, ανίσχυρος, άθλιος, αξιολύπητος, λιποθυμώ, τσιγκούνης, χάλια, αδύναμος, σημαίνω, λιγνός, ισχνός, ασήμαντος, αραιώνω, ελεεινός, φτωχός, φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): chétif
chétif anglais, chétif antonyme, chétif antonymes, chétif au féminin, chétif definition francais, chétif dictionnaire de langue grec, chétif en grec
Traductions
- chérubin en grec - χερουβείμ, αγγελούδι, χερούβ, χερουβ, cherub
- chérée en grec - ακριβός, δαπανηρός, Cheree
- chômage en grec - ανεργία, ανεργίας, της ανεργίας, η ανεργία, την ανεργία
- chômeur en grec - τεμπέλης, άνεργος, αργόσχολος, αδρανής, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, ...
Mots aléatoires
Chétif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εννοώ, αμυδρός, ανίσχυρος, άθλιος, αξιολύπητος, λιποθυμώ, τσιγκούνης, χάλια, αδύναμος, σημαίνω, λιγνός, ισχνός, ασήμαντος, αραιώνω, ελεεινός, φτωχός, φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
Traductions: εννοώ, αμυδρός, ανίσχυρος, άθλιος, αξιολύπητος, λιποθυμώ, τσιγκούνης, χάλια, αδύναμος, σημαίνω, λιγνός, ισχνός, ασήμαντος, αραιώνω, ελεεινός, φτωχός, φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο