Charnel en grec
Traduction: charnel, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σωματικός, δεκανέας, αισθητήριος, φυσικός, σαρκικός, αισθησιακός, σωματικά, σαρκικές, σαρκική, σάρκινα, σαρκικό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): charnel
amour charnel, chanel vetement, charnel antonyme, charnel antonymes, charnel avenue, charnel dictionnaire de langue grec, charnel en grec
Traductions
- charmer en grec - εντρυφώ, χαρά, θέλγω, μεταφέρω, ηδονή, γοητεύω, μεταφορά, ...
- charmeur en grec - νεράιδα, μάγος, γόης, charmer, γητευτή, γοητευτικού, γητευτής
- charnière en grec - κλάπα, μεντεσές, άρθρωσης, μεντεσέ, άρθρωση, αρθρώσεως
- charnu en grec - σαρκώδης, σαρκώδη, σαρκώδες, σαρκώδεις, σαρκωδών
Mots aléatoires
Charnel en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σωματικός, δεκανέας, αισθητήριος, φυσικός, σαρκικός, αισθησιακός, σωματικά, σαρκικές, σαρκική, σάρκινα, σαρκικό
Traductions: σωματικός, δεκανέας, αισθητήριος, φυσικός, σαρκικός, αισθησιακός, σωματικά, σαρκικές, σαρκική, σάρκινα, σαρκικό