Clôt en grec
Traduction: clôt, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
Autres langues
Mots associés / Définition (def): clôt
clos def, clos porte, clotkart, clôt antonymes, clôt conjugaison, clôt dictionnaire de langue grec, clôt en grec
Traductions
- cléricale en grec - κληρικός, γραφείου, εκ παραδρομής, υπαλλήλους, παραδρομής
- cléricalisme en grec - παπαδοκρατία, κληρικοκρατία, κληρικαλισμό, κληρικαλισμός, κληρικοφροσύνη
- clôture en grec - χλωμός, φράκτης, περίφραγμα, φράχτης, περίφραξη, πνιγηρός, σανίδωμα, ...
- clôturer en grec - πτυχή, εσωκλείω, κλειδαριά, κοντά, διπλώνω, πνιγηρός, περικλείω, ...
Mots aléatoires
Clôt en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
Traductions: κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή