Clerc en grec
Traduction: clerc, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διανοητικός, πνευματικός, υπάλληλος, συγγραφέας, διανοούμενος, κληρικός, Κληρικού, Κληρικό, Κληρικέ, Ο cleric
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): clerc
christine clerc, clerc antonymes, clerc d'avocat, clerc d'huissier, clerc de notaire, clerc dictionnaire de langue grec, clerc en grec
Traductions
- clef en grec - ίχνος, κλειδί, αποσπώ, στραμπουλίζω, πλήκτρο, βασικό, βασικά, ...
- cleptomane en grec - κλεπτομανής, κλεπτομανίας, Οι Κλεπτομανείς, Κλεπτομανείς
- clergé en grec - υπουργείο, ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
- cliché en grec - κοινός, στερεοτυπία, στερεοτυπώ, κοινοτοπία, στερεότυπο, κλισέ, cliche, ...
Mots aléatoires
Clerc en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διανοητικός, πνευματικός, υπάλληλος, συγγραφέας, διανοούμενος, κληρικός, Κληρικού, Κληρικό, Κληρικέ, Ο cleric
Traductions: διανοητικός, πνευματικός, υπάλληλος, συγγραφέας, διανοούμενος, κληρικός, Κληρικού, Κληρικό, Κληρικέ, Ο cleric