Colin en grec
Traduction: colin, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μπακαλιάρος, μερλούκιου, μερλούκιο, μπακαλιάρου, μπακαλιάρου μερλούκιου
Autres langues
Mots associés / Définition (def): colin
armand colin, colin antonymes, colin au four, colin egglesfield, colin farell, colin dictionnaire de langue grec, colin en grec
Traductions
- colifichet en grec - μπιχλιμπίδι, μπριζόλα, κόσμημα μικρής αξίας, κοσμημάτιο, trinket
- colimaçon en grec - σαλιγκάρι, ελικοειδής, σπείρα, σπιράλ, σπειροειδή, σπειροειδούς, σπειροειδές
- colinéaire en grec - συγγραμμικά, συνευθειακά, συγγραμμική, συγγραμμικό, συγγραμμικές
- colique en grec - κωλικός, κολικός, κολικούς, κολικών, κολικό
Mots aléatoires
Colin en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μπακαλιάρος, μερλούκιου, μερλούκιο, μπακαλιάρου, μπακαλιάρου μερλούκιου
Traductions: μπακαλιάρος, μερλούκιου, μερλούκιο, μπακαλιάρου, μπακαλιάρου μερλούκιου