Collaboration en grec
Traduction: collaboration, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συμβολή, συνεργασία, συνεισφορά, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
Autres langues
Mots associés / Définition (def): collaboration
collaborateur, collaboration antonymes, collaboration avocat, collaboration definition, collaboration définition, collaboration dictionnaire de langue grec, collaboration en grec
Traductions
- collaborant en grec - εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
- collaborateur en grec - επικουρία, βοήθεια, συνδρομητής, αρωγή, συνέταιρος, συσχετίζω, βοηθός, ...
- collabore en grec - εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
- collaborent en grec - συνεργάζομαι, συνεργάζονται, συνεργαστούν, συνεργαστεί, να συνεργάζονται
Mots aléatoires
Collaboration en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συμβολή, συνεργασία, συνεισφορά, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
Traductions: συμβολή, συνεργασία, συνεισφορά, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία