Colle en grec
Traduction: colle, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μέγεθος, κολλώ, κόλλα, μαστίχα, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): colle
colle alimentaire, colle antonymes, colle araldite, colle carrelage, colle carrelage exterieur, colle dictionnaire de langue grec, colle en grec
Traductions
- collatéral en grec - εγγύηση, ασφάλειας, ασφάλεια, ασφαλειών, εξασφαλίσεων
- collatérale en grec - εγγύηση, εξασφαλίσεων, εξασφαλίσεις, παράπλευρες, ασφάλειες
- collecte en grec - συγκεντρώνομαι, χωνεύω, συνδρομή, καθορισμένος, τοποθετώ, συγκεντρώνω, συλλογή, ...
- collecter en grec - συλλέγω, απόθεμα, κασμάς, αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, κομπόδεμα, μαζεύω, ...
Mots aléatoires
Colle en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μέγεθος, κολλώ, κόλλα, μαστίχα, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
Traductions: μέγεθος, κολλώ, κόλλα, μαστίχα, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα