Collecteur en grec
Traduction: collecteur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εκκαθαριστής, συλλέκτης, συλλογικός, παραλήπτης, πολλαπλή, πολλαπλής, συλλέκτη, της πολλαπλής, πολλαπλές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): collecteur
collecteur 1 logement, collecteur admission, collecteur antonymes, collecteur d'admission, collecteur d'eau, collecteur dictionnaire de langue grec, collecteur en grec
Traductions
- collecte en grec - συγκεντρώνομαι, χωνεύω, συνδρομή, καθορισμένος, τοποθετώ, συγκεντρώνω, συλλογή, ...
- collecter en grec - συλλέγω, απόθεμα, κασμάς, αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, κομπόδεμα, μαζεύω, ...
- collectif en grec - όμιλος, κοψίδι, μοιρασμένος, αμοιβαίος, σύμπλεγμα, γόμφος, συγκρότημα, ...
- collection en grec - σύναξη, συνδρομή, καθορισμένος, συναρμολόγηση, συρροή, χωνεύω, συγκεντρώνω, ...
Mots aléatoires
Collecteur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εκκαθαριστής, συλλέκτης, συλλογικός, παραλήπτης, πολλαπλή, πολλαπλής, συλλέκτη, της πολλαπλής, πολλαπλές
Traductions: εκκαθαριστής, συλλέκτης, συλλογικός, παραλήπτης, πολλαπλή, πολλαπλής, συλλέκτη, της πολλαπλής, πολλαπλές