Collectif en grec

Traduction: collectif, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
όμιλος, κοψίδι, μοιρασμένος, αμοιβαίος, σύμπλεγμα, γόμφος, συγκρότημα, ομάδα, συλλογικός, κοινός, άρθρωση, συνηθισμένος, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές
Collectif en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): collectif

accord collectif, assainissement, assainissement collectif, assainissement non collectif, chauffage collectif, collectif dictionnaire de langue grec, collectif en grec

Traductions

  • collecter en grec - συλλέγω, απόθεμα, κασμάς, αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, κομπόδεμα, μαζεύω, ...
  • collecteur en grec - εκκαθαριστής, συλλέκτης, συλλογικός, παραλήπτης, πολλαπλή, πολλαπλής, συλλέκτη, ...
  • collection en grec - σύναξη, συνδρομή, καθορισμένος, συναρμολόγηση, συρροή, χωνεύω, συγκεντρώνω, ...
Mots aléatoires
Collectif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: όμιλος, κοψίδι, μοιρασμένος, αμοιβαίος, σύμπλεγμα, γόμφος, συγκρότημα, ομάδα, συλλογικός, κοινός, άρθρωση, συνηθισμένος, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές