Collectivité en grec
Traduction: collectivité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κοινότητα, συλλογικότητα, συλλογικότητας, η συλλογικότητα, της συλλογικότητας, τη συλλογικότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): collectivité
camif, camif collectivité, collectivité antonymes, collectivité d'outre mer, collectivité de saint martin, collectivité dictionnaire de langue grec, collectivité en grec
Traductions
- collectiviser en grec - collectivize
- collectivisme en grec - κολλεκτιβισμός, κολεκτιβισμός, κολεκτιβισμού, κολεκτιβισμό, ο κολεκτιβισμός
- collent en grec - κόλλα, κολλώ, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
- coller en grec - πρόσφυμα, εμμένω, εφάπτομαι, γειτονεύω, πόστο, συνορεύω, πιάνομαι, ...
Mots aléatoires
Collectivité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κοινότητα, συλλογικότητα, συλλογικότητας, η συλλογικότητα, της συλλογικότητας, τη συλλογικότητα
Traductions: κοινότητα, συλλογικότητα, συλλογικότητας, η συλλογικότητα, της συλλογικότητας, τη συλλογικότητα