Commercées en grec
Traduction: commercées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): commercées
commercées antonymes, commercées grammaire, commercées mots croisés, commercées signification, commercées synonyme, commercées dictionnaire de langue grec, commercées en grec
Traductions
- commercé en grec - διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
- commercée en grec - διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
- commercés en grec - διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
- commerça en grec - διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
Mots aléatoires
Commercées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
Traductions: διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση