Commettre en grec
Traduction: commettre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τράβηγμα, τραβώ, συμβιβασμός, διαπράττω, συμβιβάζω, διακυβεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): commettre
commettre antonymes, commettre conjugaison, commettre conjuguer, commettre en anglais, commettre en espagnol, commettre dictionnaire de langue grec, commettre en grec
Traductions
- commettent en grec - δεσμεύω, διαπράττω, κάνω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, ...
- commettez en grec - κάνω, δεσμεύω, διαπράττω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, ...
- commis en grec - υπάλληλος, αφοσιωμένη, δεσμεύεται, δεσμευμένη, προσηλωμένη, δεσμευτεί
- commissaire en grec - παραγγελιοδόχος, ανώτερος, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, τον Επίτροπο
Mots aléatoires
Commettre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τράβηγμα, τραβώ, συμβιβασμός, διαπράττω, συμβιβάζω, διακυβεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Traductions: τράβηγμα, τραβώ, συμβιβασμός, διαπράττω, συμβιβάζω, διακυβεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται